- προαποσβέννυμαι
- Α1. σβήνομαι εκ τών προτέρων ή σβήνομαι πρώτος2. μτφ. α) εξοντώνομαι, εξαλείφομαι προηγουμένωςβ) πεθαίνω πρώτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀποσβέννυμαι «εκλείπω, εξασθενώ, αφανίζομαι, πεθαίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.